- νειοκόρος
- νειοκόρος, ὁ, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. νεωκόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νειοκόρου — νειοκόρος masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νειοκόρους — νειοκόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek